μανωμένος

μανωμένος
η , ο , μανωμένος τός, ή , ό редкий (о сети)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μανωμένος" в других словарях:

  • μανωμένος — η, ο 1. αυτός που έχει αραιές θηλιές 2. φρ. «μανωμένα δίχτια» σύνθετα δίχτια που αποτελούνται από τρία απλά δίχτια, διατεταγμένα το ένα πάνω στο άλλο, αλλ. μανωτά δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού μανῶ] …   Dictionary of Greek

  • μανωτός — ή, ό [μανώ (II)] μανωμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»